- μολυβδοτήξ
- μολυβδοτήξ, ῆκος, ὁ,A melter of lead, Theognost.Can.40: [full] μολιβδοτήξ, Hdn.Gr. ap. Choerob. in Theod.1.291: [full] μολιβδότηξ, Anon. ap. eund.ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολυβδοτήξ — μολυβδοτήξ, ῆκος, ὁ (ΑΜ, Α και μολιβδοτήξ, ῆκος και μολιβδότηξ, ηκος) αυτός που τήκει τον μόλυβδο, ο εργάτης που λειώνει το μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + τήξ (< τήκω), πρβλ. κεραμο τήξ] … Dictionary of Greek
μολιβδοτήξ — μολιβδοτήξ, ῆκος και μολιβδότηξ, ηκος, ὁ (Α) βλ. μολυβδότηξ … Dictionary of Greek
μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… … Dictionary of Greek